- προσχωματικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχωμα, ο σχηματισμένος με το πρόσχωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσχωματικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με το πρόσχωμα («προσχωματικά έργα») 2. αυτός που σχηματίστηκε με προσχώματα («προσχωματικά εδάφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσχωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
Aluviales — Saltar a navegación, búsqueda Aluviales son suelos de origen fluvial, poco evolucionados aunque profundos: Aparecen en las vegas de los principales ríos. Se incluyen dentro de los Fluvisoles calcáricos y eútricos, así como Antosoles áricos y… … Wikipedia Español
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
αυτόχθονες σχηματισμοί — Στη γεωλογία χαρακτηρίζονται γενικά έτσι τα στρώματα εκείνα της Γης που έχουν παραμείνει στον τόπο που σχηματίστηκαν, σε αντίθεση με τους αλλόχθονες σχηματισμούς, δηλαδή μάζες στρωμάτων που μετακινήθηκαν σε μεγάλες, πολλές φορές, αποστάσεις (της… … Dictionary of Greek
προσχώσεις ή αλλουβιοκές αποθέσεις — Η απόθεση χαλαρών (ασύνδετων) υλικών, όπως χάλικες, άμμος, άργιλος και οργανικά υπολείμματα, που προέρχονται από την αποσάρθρωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, και μεταφέρονται κυρίως από τα υδάτινα ρεύματα, αλλά και από τους ανέμους και τους… … Dictionary of Greek